ηλέκτωρ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
ἠλέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος
2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία
3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος
β) άυπνος, ακοίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ., άγνωστης ρίζας, με κατάλ. -τωρ. Η παλαιότερη άποψη ότι πρόκειται περί λ. καρικής προέλευσης δεν υποστηρίζεται σήμερα.
ΠΑΡ. Αλεκτρώνα, Ηλέκτρα, ηλεκτρίς, ήλεκτρον, ήλεκτρος, Ηλεκτρύων].