ηλιθιότητα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η (AM ἠλιθιότης) ηλίθιος
το γνώρισμα του ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία
νεοελλ.
1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, της οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι η ιδιωτεία και αμέσως ανώτερος η βλακεία
2. πράξη ή λόγος που αρμόζει στον ηλίθιο (α. «κάνει πολλές ηλιθιότητες» β. «είπε μια μεγάλη ηλιθιότητα»).