ημερίς

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

ἡμερίς, ἡ (Α) ήμερος
1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα
2. η ήμερη βαλανιδιά
3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» — η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.).