ημεροθηρικός

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

ἡμεροθηρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση
2. το θηλ. ως ουσ.ἡμεροθηρική
η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θηρικός (< θηρ), πρβλ. αιγο-θηρ-ικός, σκιο-θηρ-ικός].