ηπατηρός

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

ἡπατηρός, -ά, -όν (Μ)
ηπατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματηρός, δαπανηρός)].