ηπατονεφρικός
From LSJ
-ή, -ό
ιατρ. φρ. «ηπατονεφρικό σύνδρομο» — διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας που είναι επακόλουθη ηπατικής νόσου ή εγχειρήσεως τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatonephric < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -nephric (πρβλ. νεφρικός < νεφρόν)].