ηρακλεώτης

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)
ο κάτοικος της Ηράκλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. -ωτης (πρβλ. επαρχιώτης, νησιώτης)].