θέρισμα

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

το (Α θέρισμα) θερίζω
νεοελλ.
1. ο θερισμός («το θέρισμα του σταριού»)
2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός
3. ακατάσχετη διάρροια
αρχ.
το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει.