θήραφος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
θήραφος, ὁ (Α)
η αράχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θηράφιον, υποκορ. του θηρ].