θίγμα
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
-ατος, τό, = θίγημα (touch), IGRom. 4.503.11 (Pergam.). = μίασμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, Berührung, Ansteckung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θίγμα: τό, ψαῦσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ μίασμα.
Greek Monolingual
θίγμα, τὸ (Α) θιγγάνω
1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα».