πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
θαλαμαῖος, -αία, -ον (Α)ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγαίος, οδαίος].