θαλαμεύτρια
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ἡ, = νυμφεύτρια, bridesmaid, Poll.3.41.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ, = νυμφεύτρια, die das Brautgemach, Brautbett Besorgende, Poll. 3, 41.,
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμεύτρια: ἡ, = νυμφεύτρια, παράνυμφος, Πολυδ. Γ΄. 41.
Greek Monolingual
θαλαμεύτρια, ή (Α) θαλαμεύω
αυτή που συνοδεύει τη νύφη, η παράνυμφος.