θαλασσοδομέτρης
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
θαλασσοδομέτρου, ὁ, ship's log, Tz.H.12.977.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, Meer durchmessend, Tzetz.
Greek Monolingual
θαλασσοδομέτρης, ό (Μ)
δρομόμετρο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + οδόμετρον).