θαλασσώνω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
(Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, -όω) θάλασσα
1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή της ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.)
2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα
νεοελλ.
1. πέφτω στη θάλασσα
2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω σύγχυση, μπερδεύω («όλο τά θαλασσώνει με τα μαθηματικά»)
αρχ.
1. μέσ. θαλασσοῦμαι, -όομαι
ταξιδεύω διά θαλάσσης, είμαι ναυτικός
2. παθ. α) (για νησί) περιβάλλομαι από θαλασσινό νερό
β) (για πλοίο) κατακλύζομαι από θαλασσινό νερό
γ) πλένομαι με θαλασσινό νερό
δ) (για κρασί) αναμιγνύομαι με θαλασσινό νερό («οἶνος τεθαλασσωμένος», Θεόφρ.).