θαρρούντως

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρρούντως Medium diacritics: θαρρούντως Low diacritics: θαρρούντως Capitals: ΘΑΡΡΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: tharroúntōs Transliteration B: tharrountōs Transliteration C: tharrountos Beta Code: qarrou/ntws

English (LSJ)

Attic for θαρσούντως.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.

Greek Monolingual

θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].

German (Pape)

ion. und altatt. = θαρσούντως.