θεάζω
From LSJ
English (LSJ)
to be divine, Democr.21.
German (Pape)
[Seite 1190] ein Gott sein, auch = θειάζω, Sp.
Russian (Dvoretsky)
θεάζω: обладать божественной природой Democr.
Greek (Liddell-Scott)
θεάζω: εἶμαι θεῖος, θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.· - προφητεύω, Βυζ.
Greek Monolingual
θεάζω (Α) θεός
είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών.