θεαρός

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱρός Medium diacritics: θεαρός Low diacritics: θεαρός Capitals: ΘΕΑΡΟΣ
Transliteration A: thearós Transliteration B: thearos Transliteration C: thearos Beta Code: qearo/s

English (LSJ)

ὁ, Dor. for θεωρός (q.v.): Θεαροί, οἱ, title of poem by Epich., Ath.9.408d.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωρός, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱρός: дор. = θεωρός.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεωρός, Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.

Greek Monolingual

θεαρός, ὁ (Α)
1. θεωρός
2. στον πληθ. Θεαροί
τίτλος έργου του Επιχάρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεωρός].

Greek Monotonic

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. αντί θεωρός.

Middle Liddell

θεᾱρός, ὁ, [doric for θεωρός.]