θελξικάρδιος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
German (Pape)
[Seite 1193] das Herz bezaubernd, besänftigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θελξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν θέλγων, πραΰνων, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ θελξικάρδιος, -ον)
αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, ταχυκάρδιος].