θεοκόλος
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
ὁ, = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence θεοκολέω, serve as a priest, θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066 (Amphissa):—also θεοκολεύω, ib.417 (Aetol.):
Russian (Dvoretsky)
θεοκόλος: ὁ Luc. v.l. = θεηκόλος.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκόλος: ὁ, ὡς τὸ θεηκόλος, ὑπηρέτης τοῦ θεοῦ, ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 1, 1607· - ἐντεῦθεν θεοκολέω, ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, θεοκολήσασα Ἀρτέμιτι 1934.
Greek Monolingual
θεοκόλος και θεηκόλος, ό (Α)
υπηρέτης του θεού, ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: servant of god, priest (Dyme II B.C.); also θεηκόλος (Schwyzer 438)
Derivatives: Denomin. θεοκολέω (θεη-), -ία, -εών (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [639] *kʷel- turn, move around
Etymology: After βουκόλος innovated; beside it rarely θεο-πόλος, -έω (Pl. Lg. 909d, Phot., Suid.; cf. αἰ-πόλος). Solmsen Unt. 24 n. 1; on the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 82f.
Frisk Etymology German
θεοκόλος: {theokólos}
Forms: auch θεηκόλος (Schwyzer 438)
Grammar: m.
Meaning: Gottesdiener, Priester
Derivative: mit θεοκολέω (θεη-), -ία, -εών (hell. u. spät).
Etymology: Nach βουκόλος neugebildet; daneben vereinzelt θεοπόλος, -έω (Pl. Lg. 909d, Phot., Suid.; vgl. αἰπόλος). Solmsen Unt. 24 A. 1; über Bedeutung und Verbreitung noch E. Kretschmer Glotta 18, 82f.
Page 1,662