θερμογόνος
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
αυτός που παράγει θερμότητα («θερμογόνος πηγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρογόνος, ζωογόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].