λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
θερμολουτῶ, -έω (Α)κάνω ζεστά λουτρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + (-λουτώ < -λούτης < λούω), πρβλ. αλουτώ, ψυχρολουτώ].