θεόργητος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόργητος Medium diacritics: θεόργητος Low diacritics: θεόργητος Capitals: ΘΕΟΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: theórgētos Transliteration B: theorgētos Transliteration C: theorgitos Beta Code: qeo/rghtos

English (LSJ)

θεόργητον, = θεομανής, Sch.A.Th.653. θεορέω, v. θεωρέω.

German (Pape)

[Seite 1197] Erkl. von θεομανής, Schol. Aesch. Spt. 659.

Greek (Liddell-Scott)

θεόργητος: -ον, = θεομανής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 659.

Greek Monolingual

θεόργητος, -ον (Α)
θεομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όργητος (< -οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυόργητος, δυσόργητος].