θηλύχειρ

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύχειρ Medium diacritics: θηλύχειρ Low diacritics: θηλύχειρ Capitals: ΘΗΛΥΧΕΙΡ
Transliteration A: thēlýcheir Transliteration B: thēlycheir Transliteration C: thilycheir Beta Code: qhlu/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, with woman's hand, Id.550.37.

German (Pape)

[Seite 1208] mit weiblicher Hand, Eust. 550, 37.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων γυναικείαν χεῖρα, Εὐστάθ. 550. 37.

Greek Monolingual

θηλύχειρ, -ος ὁ (Μ)
(για άνδρα) αυτός που έχει γυναικεία χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + χειρ].