θηριοτρόπος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
θηριοτρόπος, -ον (Μ)
αυτός που φέρεται και που δρα σαν θηρίο, που έχει τρόπους θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. αλλότροπος, αρχαιότροπος].