θιγάνα

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θιγάνα Medium diacritics: θιγάνα Low diacritics: θιγάνα Capitals: ΘΙΓΑΝΑ
Transliteration A: thigána Transliteration B: thigana Transliteration C: thigana Beta Code: qiga/na

English (LSJ)

ἡ, cover, lid, dub. in Schwyzer323 C39 (Delph.).

Greek Monolingual

θιγάνα, ἡ (Α)
επιγρ. σκέπασμα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως παράγωγο από θ. θιγ- του θιγγάνω].