Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Full diacritics: θιγάνα | Medium diacritics: θιγάνα | Low diacritics: θιγάνα | Capitals: ΘΙΓΑΝΑ |
Transliteration A: thigána | Transliteration B: thigana | Transliteration C: thigana | Beta Code: qiga/na |
ἡ, cover, lid, dub. in Schwyzer323 C39 (Delph.).
θιγάνα, ἡ (Α)
επιγρ. σκέπασμα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως παράγωγο από θ. θιγ- του θιγγάνω].