θοίνημα

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

German (Pape)

[Seite 1214] τό, = θοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν θοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.

Greek (Liddell-Scott)

θοίνημα: τό, = θοίναμα, Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 153Β.

Greek Monolingual

θοίνημα, τὸ (Α)
φαγητό, συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα].