θράττω
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
Attic for θράσσω.
French (Bailly abrégé)
att. p. θράσσω.
German (Pape)
att. = θράσσω.
Russian (Dvoretsky)
θράττω: атт. = θράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.
Greek Monolingual
θράττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. θράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].
Greek Monotonic
θράττω: Αττ. αντί θράσσω.