θρεκτικός

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεκτικός Medium diacritics: θρεκτικός Low diacritics: θρεκτικός Capitals: ΘΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: threktikós Transliteration B: threktikos Transliteration C: threktikos Beta Code: qrektiko/s

English (LSJ)

θρεκτική, θρεκτικόν, (τρέχω) able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. θρεκτικώτατος Hsch.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.

Greek Monolingual

θρεκτικός, -ή, -όν (Α) θρεκτός
ταχύς, ικανός για τρέξιμο.