θυγατερεΐς

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγᾰτερεΐς Medium diacritics: θυγατερεΐς Low diacritics: θυγατερεΐς Capitals: ΘΥΓΑΤΕΡΕΪΣ
Transliteration A: thygatereḯs Transliteration B: thygatereis Transliteration C: thygatereis Beta Code: qugaterei/+s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = θυγατριδῆ, Inscr.Magn.196.9.

Greek Monolingual

θυγατερεΐς, ἡ (Α)
επιγρ. η θυγατέρα της κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ-εΐς< θ. θυγατέρ- του θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. -εΐς, δηλωτική του απογόνου (πρβλ. Νηρεΐς)].