θυοσκινέω
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
German (Pape)
[Seite 1226] Aesch. Ag. 87 τίνος ἀγγελίας πειθοῖ περίπεμπτα θυοσκινεῖς, Opfer in Bewegung setzen, opfern, mit der v. l. θυοσκεῖς, was Hesych. ἱεροῖς παρέχεσθαι erkl.; Lob. zu Phryn. p. 523 vermuthet θυοσκοέεις, vielleicht richtig.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. θυοσκέω.
Russian (Dvoretsky)
θυοσκῑνέω: (только форма θυοσκινεῖς) Aesch. = θυοσκέω.