θυοσκέω

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοσκέω Medium diacritics: θυοσκέω Low diacritics: θυοσκέω Capitals: ΘΥΟΣΚΕΩ
Transliteration A: thyoskéō Transliteration B: thyoskeō Transliteration C: thyoskeo Beta Code: quoske/w

English (LSJ)

make burnt-offerings, Hsch.; περίπεμπτα θυοσκεῖς prob. in A.Ag.87 (θυοσκινεῖς codd.). (For θυοσκοέω, cf. θυοσκόος)

French (Bailly abrégé)

θυοσκῶ :
c. θυοσκοέω.

Russian (Dvoretsky)

θυοσκέω: или θυοσκοέω приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v.l. θυοσκινέω).

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκέω: προσφέρω ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· ὁπόθεν διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς εἶναι ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).

Greek Monotonic

θυοσκέω: προσφέρω ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με φωτιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θυοσκέω,
to make burnt-offerings, Aesch. [from θυοσκόος