θυρσίων

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσίων Medium diacritics: θυρσίων Low diacritics: θυρσίων Capitals: ΘΥΡΣΙΩΝ
Transliteration A: thyrsíōn Transliteration B: thyrsiōn Transliteration C: thyrsion Beta Code: qursi/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, part of a fish, Ath.7.310e; Lat. tursio (v.l. thurs-), = a dolphin-like fish, Plin.HN9.34.

German (Pape)

[Seite 1227] ωνος, ὁ, das lat. thursio, ein Fisch, Ath. VII, 310 e.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσίων: -ωνος, ὁ, Λατ. thyrsio, μέρος ἰχθύος, τούτου τοῦ ἰχθύος (δηλ. τοῦ καρχαρίου) μέρος (ἴσως διορθωτέον εἶδος) ἐστὶ καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων Ἀθήν. 310Ε.

Greek Monolingual

θυρσίων, ὁ (Α) θύρσος
1. μέρος ψαριού [«τούτου τοῦ ἰχθύος (του καρχαρία) μέρος (ίσως διορθ. εἶδος) ἐστί καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων», Αθήν.]
2. ψάρι που μοιάζει με δελφίνι.