θυρσοπλήξ

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοπλήξ Medium diacritics: θυρσοπλήξ Low diacritics: θυρσοπλήξ Capitals: ΘΥΡΣΟΠΛΗΞ
Transliteration A: thyrsoplḗx Transliteration B: thyrsoplēx Transliteration C: thyrsopliks Beta Code: qursoplh/c

English (LSJ)

-ῆγος, ὁ, ἡ, thyrsus-stricken, frantic, [ἑσμὸς] τεχνιτῶν Limen.19, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] ῆγος, vom Thyrsus geschlagen, bacchisch begeistert, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυρσοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφιπλήξ, κυματοπλήξ].