θωρακογράφος

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. όργανο για την καταγραφή τών κινήσεων και του περιγράμματος του θώρακα κατά την αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracograph < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -graph (πρβλ. -γράφος < γράφω)].