θύμιον

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμιον Medium diacritics: θύμιον Low diacritics: θύμιον Capitals: ΘΥΜΙΟΝ
Transliteration A: thýmion Transliteration B: thymion Transliteration C: thymion Beta Code: qu/mion

English (LSJ)

τό, = σμῖλαξ, Dsc.Alex.12.
II large wart, Hp.Ulc.14, Dsc.5.1, Plin.HN32.128.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, = σμῖλαξ, auch θύμαλον, Diosc.; Feigwarze, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θύμιον: τό, = σμῖλαξθύμος, Ἀέτ. 4. 1. 64. ΙΙ. μεγάλη ἀκροχορδών, Ἱππ. 877F, Πλίν. ἐν Φ. Ἱστ. 32. 45.

Greek Monolingual

θύμιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
ενθύμιο
αρχ.
1. σμῖλαξ, το δένδρο δρυς
2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν-θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. εν-θύμιος (< εν + θυμός)].