ιαύω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ἰαύω (Α)
διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-ι-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ιαύσω, αόρ. ιαύσαι), το οποίο ανάγεται σε ρίζα au- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω» (πρβλ. αυλή). Το ρ. ιαύω πιθ. να συνδέεται με το ενιαυτός].