ιδιόλεκτος

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

η
η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μόνο άτομο και που έχει κατά κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε σχέση με την κοινή γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο, η ατομική πραγμάτωση ενός γλωσσικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idiolect < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -lect (πρβλ. -λεκτός < λέγω, πρβλ. διάλεκτος)].