ιεραρχία
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱεραρχία) ιεράρχης
νεοελλ.
1. η σχέση, η κλίμακα μεταξύ τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα
2. η ταξινόμηση εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με άλλο αξιολογικό κριτήριο
(νεοελλ.-μσν.)
1. το σύνολο τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης της Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας
2. η σχέση μεταξύ τών βαθμών της ιερωσύνης
μσν.
1. το αξίωμα του αρχιερέα στην ιουδαϊκή θρησκεία
2. φρ. «τρεῖς ἱεραρχίες» — σώματα αγγελικών δυνάμεων που αποτελούνται από χερουβείμ, σεραφείμ και θρόνους
μσν.-αρχ.
το αξίωμα του επισκόπου.