ιεροφάντωρ
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Greek Monolingual
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεοφάντωρ, ουρανοφάντωρ].