ιθυμάχος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

ἰθυμάχος, -ον (Α)
1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια
2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πυγμάχος].