Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
ἰθύω (Α) [[[ιθύς]] (Ι)]
1. πορεύομαι ευθέως, τρέχω κατευθείαν
2. εφορμώ
3. (με απρμφ.) προθυμοποιούμαι, σπεύδω να κάνω κάτι
4. ποθώ.