Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ισομερής

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἰσομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη
νεοελλ.
(χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο της ισομέρειας
μσν.
ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.)
αρχ.
αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο.
επίρρ...
ισομερώςἰσομερῶς)
με ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσομερής < ἰσ(ο)- + -μερής < μέρος, ενώ ο επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomerous < iso- (πρβλ. ισο)- + -merous (πρβλ. μέρος)].