ισονεφής

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσονεφής, -ες)
αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη
νεοελλ.
όρος που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για να χαρακτηρίσει μια καμπύλη, σχεδιασμένη σε έναν χάρτη καιρού, η οποία ενώνει όλα τα σημεία τα οποία έχουν ίση νέφωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσονεφής < ἰσ(ο)- + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρονεφής, μελαινονεφής. Το νεοελλ. ίσονεφής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoneph < is- (πρβλ. ισo-) + -neph (πρβλ. νέφος)].