ιστοριοδίφης

From LSJ

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

ιστοριοδίφης, ο, θηλ. ιστοριοδίφις
αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + -δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].