ισχνόσαρκος
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἰσχνόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].