ισόμαχος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόμαχος, -ον)
ίσος στη μάχη, ισόπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πολύμαχος, πρωτόμαχος].