ισόχωρος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον
2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύχωρος, στενόχωρος].