γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἰχθυπόρος, ὁ (Α)επιγρ. αλειυτική τρίαινα, καμάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + πόρος (< πείρω «διαπερνώ»)].