ιχνομυθώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἰχνομυθῶ, -έω (Μ)
εξιστορώ σε γενικές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. αερομυθώ, στοιχομυθώ].