κάδρο

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

το (Μ κάδρον)
1. πλαίσιο, ιδίως εικόνας, κορνίζα
2. φωτογραφία, εικόνα ή ζωγραφικός πίνακας κορνιζαρισμένος
3. προσωπογραφία («το κάδρο του πατέρα του»)
μσν.
τετράγωνο, τετραγωνισμένη πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadro (< λατ. quadrus «τετράγωνος»)].